Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχοίνος οι σχοίνοι
      γενική του σχοίνου των σχοίνων
    αιτιατική τον σχοίνο τους σχοίνους
     κλητική σχοίνε σχοίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχοίνος < αρχαία ελληνική σχοῖνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχοίνος αρσενικό

  1. (φυτό) το βούρλο
  2. (κατ’ επέκταση) ο βλαστός του βούρλου
  3. αρχαία αιγυπτιακή, ελληνική και ρωμαϊκή μονάδα μήκους και έκτασης με βάση σχοινιά με κόμπους που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην αιγυπτιακή τοπογραφία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία