Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rope ropes

rope (en)

  • το σκοινί
    ⮡  He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
    Μπερδεύτηκε στα σκοινιά κι έπεσε με το κεφάλι.
ενεστώτας rope
γ΄ ενικό ενεστώτα ropes
αόριστος roped
παθητική μετοχή roped
ενεργητική μετοχή roping

rope (en)

  • δένω ένα άτομο ή ένα πράγμα σε ένα άλλο με ένα σχοινί
    ⮡  He roped him to a tree.
    Τον έδεσε με σχοινί σε ένα δέντρο.

Παράγωγα

επεξεργασία