Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχοινοκίνητος η σχοινοκίνητη το σχοινοκίνητο
      γενική του σχοινοκίνητου της σχοινοκίνητης του σχοινοκίνητου
    αιτιατική τον σχοινοκίνητο τη σχοινοκίνητη το σχοινοκίνητο
     κλητική σχοινοκίνητε σχοινοκίνητη σχοινοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχοινοκίνητοι οι σχοινοκίνητες τα σχοινοκίνητα
      γενική των σχοινοκίνητων των σχοινοκίνητων των σχοινοκίνητων
    αιτιατική τους σχοινοκίνητους τις σχοινοκίνητες τα σχοινοκίνητα
     κλητική σχοινοκίνητοι σχοινοκίνητες σχοινοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχοινοκίνητος < σχοιν(ί) + -ο- + -κίνητος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sçi.noˈci.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχοι‐νο‐κί‐νη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

σχοινοκίνητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία