σχοινοτενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σχοινοτενής | η | σχοινοτενής | το | σχοινοτενές |
γενική | του | σχοινοτενούς* | της | σχοινοτενούς | του | σχοινοτενούς |
αιτιατική | τον | σχοινοτενή | τη | σχοινοτενή | το | σχοινοτενές |
κλητική | σχοινοτενή(ς) | σχοινοτενής | σχοινοτενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σχοινοτενείς | οι | σχοινοτενείς | τα | σχοινοτενή |
γενική | των | σχοινοτενών | των | σχοινοτενών | των | σχοινοτενών |
αιτιατική | τους | σχοινοτενείς | τις | σχοινοτενείς | τα | σχοινοτενή |
κλητική | σχοινοτενείς | σχοινοτενείς | σχοινοτενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σχοινοτενής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχοινοτενής. Μορφολογικά αναλύεται σε σχοινί + τείνω
Επίθετο
επεξεργασία
σχοινοτενής, -ής, -ές
- διεξοδικός, αναλυτικός, εκτενής, λεπτομερειακός, μακροσκελής, εκτεταμένος, τεντωμένος σα σχοινί, μακρύς
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχοινοτενής
|
Πηγές
επεξεργασία
- σχοινοτενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σχοινοτενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
σχοινοτενής, -ής, -ές
- που έχει εκταθεί σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 1 (Κλειώ), 199.2
- σχοινοτενέες δὲ διέξοδοι πάντα τρόπον ὁδῶν ἔχουσι διὰ τῶν γυναικῶν, δι᾽ ὧν οἱ ξεῖνοι διεξιόντες ἐκλέγονται.
- Διάδρομοι από σχοινιά περνούν προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα από τις γυναίκες, και εκεί κυκλοφορώντας οι ξένοι κάνουν την εκλογή τους.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- σχοινοτενέες δὲ διέξοδοι πάντα τρόπον ὁδῶν ἔχουσι διὰ τῶν γυναικῶν, δι᾽ ὧν οἱ ξεῖνοι διεξιόντες ἐκλέγονται.
- 7 (Πολύμνια), 23.1
- κατὰ Σάνην πόλιν σχοινοτενὲς ποιησάμενοι, ἐπείτε ἐγίνετο βαθέα ἡ διῶρυξ, οἱ μὲν κατώτατα ἑστεῶτες ὤρυσσον, ἕτεροι δὲ παρεδίδοσαν τὸν αἰεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν ἄλλοισι κατύπερθε ἑστεῶσι ἐπὶ βάθρων,
- στο ύψος της πόλης Σάνης χάραξαν μια ίσια γραμμή· κι όσο βάθαινε η διώρυγα, εκείνοι που βρίσκονταν στο βάθος έσκαβαν, ενώ κάποιοι άλλοι παράδιναν το χώμα που ολοένα έβγαινε από το σκάψιμο σε άλλους που βρίσκονταν ψηλότερα πάνω σε σκαλωσιές,
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- κατὰ Σάνην πόλιν σχοινοτενὲς ποιησάμενοι, ἐπείτε ἐγίνετο βαθέα ἡ διῶρυξ, οἱ μὲν κατώτατα ἑστεῶτες ὤρυσσον, ἕτεροι δὲ παρεδίδοσαν τὸν αἰεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν ἄλλοισι κατύπερθε ἑστεῶσι ἐπὶ βάθρων,
- 1 (Κλειώ), 199.2
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- τεντωμένος σαν το σχοινί με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις
- (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) μακροσκελής, εκτενής
Πηγές
επεξεργασία
- σχοινοτενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχοινοτενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.