πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχοινοτενής η σχοινοτενής το σχοινοτενές
      γενική του σχοινοτενούς* της σχοινοτενούς του σχοινοτενούς
    αιτιατική τον σχοινοτενή τη σχοινοτενή το σχοινοτενές
     κλητική σχοινοτενή(ς) σχοινοτενής σχοινοτενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχοινοτενείς οι σχοινοτενείς τα σχοινοτενή
      γενική των σχοινοτενών των σχοινοτενών των σχοινοτενών
    αιτιατική τους σχοινοτενείς τις σχοινοτενείς τα σχοινοτενή
     κλητική σχοινοτενείς σχοινοτενείς σχοινοτενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σχοινοτενής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχοινοτενής. Μορφολογικά αναλύεται σε σχοινί + τείνω

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σχοινοτενής τὸ σχοινοτενές
      γενική τοῦ/τῆς σχοινοτενοῦς τοῦ σχοινοτενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ σχοινοτενεῖ τῷ σχοινοτενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν σχοινοτεν τὸ σχοινοτενές
     κλητική ! σχοινοτενές σχοινοτενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σχοινοτενεῖς τὰ σχοινοτεν
      γενική τῶν σχοινοτενῶν τῶν σχοινοτενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σχοινοτενέσ(ν) τοῖς σχοινοτενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σχοινοτενεῖς τὰ σχοινοτεν
     κλητική ! σχοινοτενεῖς σχοινοτεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σχοινοτενεῖ τὼ σχοινοτενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν σχοινοτενοῖν τοῖν σχοινοτενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σχοινοτενής < σχοῖνο(ς) + -τενής (< τείνω)

σχοινοτενής, -ής, -ές

  1. που έχει εκταθεί σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 1 (Κλειώ), 199.2
      σχοινοτενέες δὲ διέξοδοι πάντα τρόπον ὁδῶν ἔχουσι διὰ τῶν γυναικῶν, δι᾽ ὧν οἱ ξεῖνοι διεξιόντες ἐκλέγονται.
      Διάδρομοι από σχοινιά περνούν προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα από τις γυναίκες, και εκεί κυκλοφορώντας οι ξένοι κάνουν την εκλογή τους.
      Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    • 7 (Πολύμνια), 23.1
      κατὰ Σάνην πόλιν σχοινοτενὲς ποιησάμενοι, ἐπείτε ἐγίνετο βαθέα ἡ διῶρυξ, οἱ μὲν κατώτατα ἑστεῶτες ὤρυσσον, ἕτεροι δὲ παρεδίδοσαν τὸν αἰεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν ἄλλοισι κατύπερθε ἑστεῶσι ἐπὶ βάθρων,
      στο ύψος της πόλης Σάνης χάραξαν μια ίσια γραμμή· κι όσο βάθαινε η διώρυγα, εκείνοι που βρίσκονταν στο βάθος έσκαβαν, ενώ κάποιοι άλλοι παράδιναν το χώμα που ολοένα έβγαινε από το σκάψιμο σε άλλους που βρίσκονταν ψηλότερα πάνω σε σκαλωσιές,
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  2. τεντωμένος σαν το σχοινί με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις
  3. (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) μακροσκελής, εκτενής