ικρίωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ικρίωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰκρίωμα < ἰκριόω / ἰκριῶ < αρχαία ελληνική ἴκρια (ξύλινες πλευρές πλοίου, σανίδωμα) (πληθυντικός αριθμός του ἴκριον)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ικρίωμα ουδέτερο
- πρόχειρο ξύλινο βάθρο για την εκτέλεση θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό ή αποκεφαλισμό
- (λόγιο) συνώνυμο του σκαλωσιά
Εκφράσεις
επεξεργασία(στους σιδηροδρόμους)
- ικρίωμα ηλεκτρικών διακοπτών ή ικρίωμα πέδης