ικρίωμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ικρίωμα | τα | ικριώματα |
γενική | του | ικριώματος | των | ικριωμάτων |
αιτιατική | το | ικρίωμα | τα | ικριώματα |
κλητική | ικρίωμα | ικριώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ικρίωμα < ελληνιστική κοινή ἰκρίωμα < ἰκριόω / ἰκριῶ < αρχαία ελληνική ἴκρια
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ικρίωμα ουδέτερο
- πρόχειρο ξύλινο βάθρο για την εκτέλεση θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό ή αποκεφαλισμό
- προσωρινή πρόχειρη κατασκευή για τη διευκόλυνση ανέγερσης μιας πιο μόνιμης κατασκευής