ενικός         πληθυντικός  
échafaud échafauds

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

échafaud (fr) θηλυκό

finir sur l'échafaud - τελειώνω τις μέρες μου πάνω στη λαιμητόμο
monter à l'échafaud - ανεβαίνω για να εκτελεστώ

Συνώνυμα

επεξεργασία