Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταδικασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταδικασμέν
ος
η
καταδικασμέν
η
το
καταδικασμέν
ο
γενική
του
καταδικασμέν
ου
της
καταδικασμέν
ης
του
καταδικασμέν
ου
αιτιατική
τον
καταδικασμέν
ο
την
καταδικασμέν
η
το
καταδικασμέν
ο
κλητική
καταδικασμέν
ε
καταδικασμέν
η
καταδικασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταδικασμέν
οι
οι
καταδικασμέν
ες
τα
καταδικασμέν
α
γενική
των
καταδικασμέν
ων
των
καταδικασμέν
ων
των
καταδικασμέν
ων
αιτιατική
τους
καταδικασμέν
ους
τις
καταδικασμέν
ες
τα
καταδικασμέν
α
κλητική
καταδικασμέν
οι
καταδικασμέν
ες
καταδικασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταδικασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταδικάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταδικασμένος
αγγλικά
:
convicted of
(en)
,
convicted
(en)
γαλλικά
:
condamné
(fr)