Ετυμολογία

επεξεργασία
butte < θηλυκό του but

  Προφορά

επεξεργασία
ομόηχο: but

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
butte buttes

butte (fr) θηλυκό

  1. (σκοποβολή) στήριγμα πάνω στο οποίο στερεώνεται ένας στόχος
  2. μικρός τύμβος
  3. (γεωπονία) μικρός σωρός από χώμα που φτιάχνουμε στη βάση ενός φυτού
  4. (γεωμορφολογία) στενόλοφος, πυργόλοφος
  5. (αργκό) το βήμα πάνω στο οποίο εκτελείται κάποιος
    {γράφεται και bute)

Συγγενικά

επεξεργασία