διακόπτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακόπτης < διακόπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακόπτης αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) εξάρτημα που διακόπτει ή αποκαθιστά τη συνέχεια ηλεκτρικού κυκλώματος και επομένως την κίνηση του ηλεκτρικού ρεύματος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- διακόπτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακόπτης
|