Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακόπτης οι διακόπτες
      γενική του διακόπτη των διακοπτών
    αιτιατική τον διακόπτη τους διακόπτες
     κλητική διακόπτη διακόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακόπτης < διακόπτω
 
Λευκός διακόπτης ρεύματος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακόπτης αρσενικό

  • (ηλεκτρολογία) εξάρτημα που διακόπτει ή αποκαθιστά τη συνέχεια ηλεκτρικού κυκλώματος και επομένως την κίνηση του ηλεκτρικού ρεύματος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία