Δείτε επίσης: ἴκριον, ικρίο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰκρίον τὰ ἰκρί
      γενική τοῦ ἰκρίου τῶν ἰκρίων
      δοτική τῷ ἰκρί τοῖς ἰκρίοις
    αιτιατική τὸ ἰκρίον τὰ ἰκρί
     κλητική ! ἰκρίον ἰκρί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰκρίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰκρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰκρίον < αρχαία ελληνική ἴκριον με μετακίνηση τόνου→ δείτε  ἰκριόω / ἰκριῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἰκρίον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία