ἰκρίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἰκρίον | τὰ | ἰκρίᾰ |
γενική | τοῦ | ἰκρίου | τῶν | ἰκρίων |
δοτική | τῷ | ἰκρίῳ | τοῖς | ἰκρίοις |
αιτιατική | τὸ | ἰκρίον | τὰ | ἰκρίᾰ |
κλητική ὦ! | ἰκρίον | ἰκρίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰκρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰκρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰκρίον < αρχαία ελληνική ἴκριον με μετακίνηση τόνου→ δείτε ἰκριόω / ἰκριῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰκρίον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ἴκριον, συνήθως στον πληθυντικό τα ἴκρια
Πηγές
επεξεργασία- ἴκριον, ἰκρίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἰκρίον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .