Ετυμολογία

επεξεργασία
pendi < pend- + -i
ρήμα pendi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pendas pendanta pendata
αόριστος pendis pendinta pendita
μέλλοντας pendos pendonta pendota
υποθετική pendus - -
προστακτική pendu - -

pendi (eo)