pendule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pendule < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pendule | pendules |
pendule (fr) αρσενικό
- το εκκρεμές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pendule | pendules |
pendule (fr) θηλυκό