pendillon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pendillon < pendiller
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɑ̃.di.jɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pendillon | pendillons |
pendillon (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pendillon | pendillons |
pendillon (fr) αρσενικό