Ετυμολογία

επεξεργασία
pendeloque < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑ̃.d(ə)lɔk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pendeloque pendeloques

pendeloque (fr) θηλυκό

  1. κόσμημα που αναρτάται σε σκουλαρίκι
  2. διάκοσμος που αναρτάται σε πολυέλαιο