Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pendeloque pendeloques

pendeloque (fr) θηλυκό

  1. κόσμημα που αναρτάται σε σκουλαρίκι
  2. διάκοσμος που αναρτάται σε πολυέλαιο