pendeloque
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pendeloque < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɑ̃.d(ə)lɔk/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pendeloque | pendeloques |
pendeloque (fr) θηλυκό
- κόσμημα που αναρτάται σε σκουλαρίκι
- διάκοσμος που αναρτάται σε πολυέλαιο