pendoir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pendoir < pendouer < pendre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pendoir | pendoirs |
pendoir (fr) αρσενικό
- άγκιστρο ή σκοινί με το οποίο αναρτάται το κρέας σε κρεοπωλείο