Ετυμολογία

επεξεργασία
pendoir < pendouer < pendre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑ̃.dwaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pendoir pendoirs

pendoir (fr) αρσενικό