pendulaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pendulaire < pendule
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɑ̃.dy.lɛʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pendulaire | pendulaires |
pendulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το εκκρεμές
- αιωρούμενος