ανασταλτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασταλτικά < ανασταλτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαανασταλτικά
- με ανασταλτική δράση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αναστέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασταλτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανασταλτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανασταλτικός