Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάσταλμα τα αναστάλματα
      γενική του αναστάλματος των ανασταλμάτων
    αιτιατική το ανάσταλμα τα αναστάλματα
     κλητική ανάσταλμα αναστάλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάσταλμα < μεσαιωνική ελληνική ἀνάσταλμα[1] < αρχαία ελληνική αναστέλλω[2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάσταλμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ανάσταλμα Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. ἀναστέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.