Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεσταλμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀνεσταλμένος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεσταλμέν
ος
η
ανεσταλμέν
η
το
ανεσταλμέν
ο
γενική
του
ανεσταλμέν
ου
της
ανεσταλμέν
ης
του
ανεσταλμέν
ου
αιτιατική
τον
ανεσταλμέν
ο
την
ανεσταλμέν
η
το
ανεσταλμέν
ο
κλητική
ανεσταλμέν
ε
ανεσταλμέν
η
ανεσταλμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεσταλμέν
οι
οι
ανεσταλμέν
ες
τα
ανεσταλμέν
α
γενική
των
ανεσταλμέν
ων
των
ανεσταλμέν
ων
των
ανεσταλμέν
ων
αιτιατική
τους
ανεσταλμέν
ους
τις
ανεσταλμέν
ες
τα
ανεσταλμέν
α
κλητική
ανεσταλμέν
οι
ανεσταλμέν
ες
ανεσταλμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεσταλμένος
<
αρχαία ελληνική
ἀνεσταλμένος
,
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ἀναστέλλω
<
στέλλω
Μετοχή
επεξεργασία
ανεσταλμένος
(
λόγιο
) που έχει
ανασταλεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αναστέλλω
και
στέλνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεσταλμένος
αγγλικά
:
arrested
(en)
,
stopped
(en)
,
checked
(en)
γαλλικά
:
inhibé
(fr)