intransigent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intransigent |
συγκριτικός | more intransigent |
υπερθετικός | most intransigent |
Επίθετο
επεξεργασίαintransigent (en) (επίσημο, κακόσημο)
- αδιάλλακτος
- ⮡ an intransigent policy - αδιάλλακτη πολιτική
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncompromising