Ετυμολογία

επεξεργασία

obstinate < (κληρονομημένο) μέση αγγλική obstinate, obstinat < λατινική obstinātus παθητική μετοχή του obstinō[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɒb.stɪ.nət/ & /ˈɒb.stɪ.nɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈɑb.stə.nət/ & /ˈɑb.stə.nɪt/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο

επεξεργασία

obstinate (en)

  1. πεισματάρης
    ⮡  my obstinent neighbours refused to leave the house even when ordered by the police
    οι πεισματάρηδες γείτονές μου αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι ακόμη και όταν τους διέταξε η αστυνομία
     συνώνυμα: bloody-minded, persistent, stubborn, pertinacious
  2. (για άβια αντικείμενα) ανένδοτος, ασταμάτητος
     συνώνυμα: persistent, unrelenting, inexorable

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. obstinate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)