Ετυμολογία

επεξεργασία
have a hard time < → δείτε τις λέξεις have, a, hard και time

  Έκφραση

επεξεργασία

have a hard time (en)

  • (ιδιωματισμός) δυσκολεύομαι
    ⮡  There were quite a few people in the room and I had a hard time finding a spot.
    Είχε κάμποσο κόσμο στην αίθουσα και δυσκολεύτηκα να βρω θέση.
  • have a hard time - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)