hardly
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
hardly (en)
- σχεδόν, μόλις (και μετά βίας), μόλις που, σχεδόν καθόλου
hardly any/anyone/anything/anywhere/ever - σχεδόν καθόλου/κανείς/τίποτα/πουθενά/ποτέ
The difference was hardly noticeable.
- Η διαφορά δεν ήταν σχεδόν καθόλου αντιληπτή.
He is hardly 30 years old.
- Είναι μόλις (και μετά βίας) 30 χρόνων.
I hardly know him.
- Μόλις (και μετά βίας)/Μόλις που τον ξέρω.
I hardly caught up to him in time.
- Μόλις που τον πρόλαβα.
- ≈ συνώνυμα: barely, → και δείτε τη λέξη slightly
- δύσκολα, μόλις (και μετά βίας), μόλις που, με κόπο, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι είναι δύσκολο να κάνεις κάτι
You can hardly justify such behavior.
- Δύσκολα μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
I was so tired I could hardly walk.
- Ήμουν τόσο κουρασμένος που μόλις (και μετά βίας) μπορούσα να περπατήσω.
He can hardly read.
- Μετά βίας μπορεί να διαβάσει.
I hardly passed the exams.
- Μόλις και μετά βίας/Μόλις που πέρασα τις εξετάσεις.
He was lumbering along, hardly lifting each foot.
- Περπατούσε βαριά, με κόπο σηκώνοντας το πόδι.
- ≈ συνώνυμα: barely
- κάθε άλλο, χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει ότι κάτι είναι απίθανο ή παράλογο ή ότι κάποιος είναι ανόητος που λέει ή κάνει κάτι
- μόλις (και μετά βίας), χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι μόλις άρχισε, έγινε κτλ.
We had hardly started when the rain began.
- Μόλις (και μετά βίας) είχαμε ξεκινήσει όταν άρχισε η βροχή.
Πηγές
επεξεργασία
- hardly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιληπτός