Ετυμολογία

επεξεργασία
hardly < hard + -ly

Επίρρημα

επεξεργασία

hardly (en)

  1. σχεδόν, μόλις (και μετά βίας), μόλις που, σχεδόν καθόλου
    παράδειγμα  hardly any/anyone/anything/anywhere/ever - σχεδόν καθόλου/κανείς/τίποτα/πουθενά/ποτέ
    παράδειγμα  The difference was hardly noticeable.
    Η διαφορά δεν ήταν σχεδόν καθόλου αντιληπτή.
    παράδειγμα  He is hardly 30 years old.
    Είναι μόλις (και μετά βίας) 30 χρόνων.
    παράδειγμα  I hardly know him.
    Μόλις (και μετά βίας)/Μόλις που τον ξέρω.
    παράδειγμα  I hardly caught up to him in time.
    Μόλις που τον πρόλαβα.
     συνώνυμα: barely,  και δείτε τη λέξη slightly
  2. δύσκολα, μόλις (και μετά βίας), μόλις που, με κόπο, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι είναι δύσκολο να κάνεις κάτι
    παράδειγμα  You can hardly justify such behavior.
    Δύσκολα μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
    παράδειγμα  I was so tired I could hardly walk.
    Ήμουν τόσο κουρασμένος που μόλις (και μετά βίας) μπορούσα να περπατήσω.
    παράδειγμα  He can hardly read.
    Μετά βίας μπορεί να διαβάσει.
    παράδειγμα  I hardly passed the exams.
    Μόλις και μετά βίας/Μόλις που πέρασα τις εξετάσεις.
    παράδειγμα  He was lumbering along, hardly lifting each foot.
    Περπατούσε βαριά, με κόπο σηκώνοντας το πόδι.
     συνώνυμα: barely
  3. κάθε άλλο, χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει ότι κάτι είναι απίθανο ή παράλογο ή ότι κάποιος είναι ανόητος που λέει ή κάνει κάτι
    παράδειγμα  His work is hardly any good.
    Κάθε άλλο παρά καλή είναι η δουλειά του.
    παράδειγμα  You can hardly expect me to believe you.
    Δεν πιστεύω να περιμένεις ότι θα σε πιστέψω.
    παράδειγμα  I could hardly believe my eyes/my ears.
    Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου/τα αυτιά μου.
     συνώνυμα:  δείτε την έκφραση at all
  4. μόλις (και μετά βίας), χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι μόλις άρχισε, έγινε κτλ.
    παράδειγμα  We had hardly started when the rain began.
    Μόλις (και μετά βίας) είχαμε ξεκινήσει όταν άρχισε η βροχή.