ασφυκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασφυκτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαασφυκτικός
- που εμποδίζει την αναπνοή
- (μεταφορικά) που περιορίζει πάρα πολύ την κίνηση ή την ανάπτυξη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασφυκτικός