asphyxiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | asphyxiant | asphyxiants |
θηλυκό | asphyxiante | asphyxiantes |
Επίθετο
επεξεργασίαasphyxiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | asphyxiant | asphyxiants |
θηλυκό | asphyxiante | asphyxiantes |
asphyxiant (fr)