asphyxiate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | asphyxiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | asphyxiates |
αόριστος | asphyxiated |
παθητική μετοχή | asphyxiated |
ενεργητική μετοχή | asphyxiating |
Ρήμα
επεξεργασίαasphyxiate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προκαλώ ασφυξία, πνίγω· παθαίνω ασφυξία, πνίγομαι, ασφυκτιώ
- ↪ The smoke asphyxiated me.
- Με έπνιξε ο καπνός.
- ↪ The work environment is making me asphyxiate.
- Το περιβάλλον της δουλειάς με κάνει να ασφυκτιώ.
- ↪ asphyxiating gas - ασφυξιογόνο αέριο
- ↪ asphyxiating heat - ασφυκτική ζέστη
- ↪ The smoke asphyxiated me.