↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφυξία οι ασφυξίες
      γενική της ασφυξίας των ασφυξιών
    αιτιατική την ασφυξία τις ασφυξίες
     κλητική ασφυξία ασφυξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασφυξία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασφυξία θηλυκό

  1. δυσφορία από παρατεταμένο σταμάτημα τής αναπνοής
  2. διακοπή τής αναπνευστικής λειτουργίας
    ⮡  πέθανε από ασφυξία στη θάλασσα, γιατί δεν ήξερε να κολυμπάει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία