ασφυξιογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασφυξιογόνος < ασφυξία + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική asphyxiant)
Επίθετο
επεξεργασίαασφυξιογόνος, -α / -ος, -ο
- που οδηγεί στην ασφυξία, που την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ασφυξιογόνο: αέριο που προκαλεί ασφυξία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Επίθετο
Αέριο