Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφυξιογόνος η ασφυξιογόνα το ασφυξιογόνο
      γενική του ασφυξιογόνου της ασφυξιογόνας του ασφυξιογόνου
    αιτιατική τον ασφυξιογόνο την ασφυξιογόνα το ασφυξιογόνο
     κλητική ασφυξιογόνε ασφυξιογόνα ασφυξιογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφυξιογόνοι οι ασφυξιογόνες τα ασφυξιογόνα
      γενική των ασφυξιογόνων των ασφυξιογόνων των ασφυξιογόνων
    αιτιατική τους ασφυξιογόνους τις ασφυξιογόνες τα ασφυξιογόνα
     κλητική ασφυξιογόνοι ασφυξιογόνες ασφυξιογόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφυξιογόνος < ασφυξία + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική asphyxiant)

  Επίθετο επεξεργασία

ασφυξιογόνος, -α / -ος, -ο

  1. που οδηγεί στην ασφυξία, που την προκαλεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ασφυξιογόνο: αέριο που προκαλεί ασφυξία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία