Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασφυχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασφυχτικ
ός
η
ασφυχτικ
ή
το
ασφυχτικ
ό
γενική
του
ασφυχτικ
ού
της
ασφυχτικ
ής
του
ασφυχτικ
ού
αιτιατική
τον
ασφυχτικ
ό
την
ασφυχτικ
ή
το
ασφυχτικ
ό
κλητική
ασφυχτικ
έ
ασφυχτικ
ή
ασφυχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασφυχτικ
οί
οι
ασφυχτικ
ές
τα
ασφυχτικ
ά
γενική
των
ασφυχτικ
ών
των
ασφυχτικ
ών
των
ασφυχτικ
ών
αιτιατική
τους
ασφυχτικ
ούς
τις
ασφυχτικ
ές
τα
ασφυχτικ
ά
κλητική
ασφυχτικ
οί
ασφυχτικ
ές
ασφυχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασφυχτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ασφυχτικός, -ή, -ό
άλλη μορφή
του
ασφυκτικός