αποπνίγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποπνίγομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποπνίγω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπνίγομαι | αποπνιγόμουν(α) | θα αποπνίγομαι | να αποπνίγομαι | ||
β' ενικ. | αποπνίγεσαι | αποπνιγόσουν(α) | θα αποπνίγεσαι | να αποπνίγεσαι | (αποπνίγου) | |
γ' ενικ. | αποπνίγεται | αποπνιγόταν(ε) | θα αποπνίγεται | να αποπνίγεται | ||
α' πληθ. | αποπνιγόμαστε | αποπνιγόμαστε αποπνιγόμασταν |
θα αποπνιγόμαστε | να αποπνιγόμαστε | ||
β' πληθ. | αποπνίγεστε | αποπνιγόσαστε αποπνιγόσασταν |
θα αποπνίγεστε | να αποπνίγεστε | (αποπνίγεστε) | |
γ' πληθ. | αποπνίγονται | αποπνίγονταν αποπνιγόντουσαν |
θα αποπνίγονται | να αποπνίγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπνίχτηκα | θα αποπνιχτώ | να αποπνιχτώ | αποπνιχτεί | ||
β' ενικ. | αποπνίχτηκες | θα αποπνιχτείς | να αποπνιχτείς | αποπνίξου | ||
γ' ενικ. | αποπνίχτηκε | θα αποπνιχτεί | να αποπνιχτεί | |||
α' πληθ. | αποπνιχτήκαμε | θα αποπνιχτούμε | να αποπνιχτούμε | |||
β' πληθ. | αποπνιχτήκατε | θα αποπνιχτείτε | να αποπνιχτείτε | αποπνιχτείτε | ||
γ' πληθ. | αποπνίχτηκαν αποπνιχτήκαν(ε) |
θα αποπνιχτούν(ε) | να αποπνιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποπνιχτεί | είχα αποπνιχτεί | θα έχω αποπνιχτεί | να έχω αποπνιχτεί | αποπνιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποπνιχτεί | είχες αποπνιχτεί | θα έχεις αποπνιχτεί | να έχεις αποπνιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποπνιχτεί | είχε αποπνιχτεί | θα έχει αποπνιχτεί | να έχει αποπνιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπνιχτεί | είχαμε αποπνιχτεί | θα έχουμε αποπνιχτεί | να έχουμε αποπνιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποπνιχτεί | είχατε αποπνιχτεί | θα έχετε αποπνιχτεί | να έχετε αποπνιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπνιχτεί | είχαν αποπνιχτεί | θα έχουν αποπνιχτεί | να έχουν αποπνιχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπνίγομαι
|