απόπνιξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόπνιξη | οι | αποπνίξεις |
γενική | της | απόπνιξης* | των | αποπνίξεων |
αιτιατική | την | απόπνιξη | τις | αποπνίξεις |
κλητική | απόπνιξη | αποπνίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπνίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόπνιξη θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αποπνιγμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόπνιξη
|