stifle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stifle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stifles |
αόριστος | stifled |
παθητική μετοχή | stifled |
ενεργητική μετοχή | stifling |
Ρήμα
επεξεργασίαstifle (en)
ενεστώτας | stifle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stifles |
αόριστος | stifled |
παθητική μετοχή | stifled |
ενεργητική μετοχή | stifling |
stifle (en)