κατασταλτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασταλτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατασταλτικός < αρχαία ελληνική καταστέλλω < κατά + στέλλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.stal.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σταλ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κατασταλτικός, -ή, -ό
- που χρησιμοποιείται για να καταστείλει, για την καταστολή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κατασταλτικά
- → δείτε τις λέξεις καταστέλλω, κατά και στέλνω
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασταλτικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασταλτικός < αρχαία ελληνική καταστέλλω, κατα- + θέμα σταλ- + -τικός < κατά + στέλλω
Επίθετο επεξεργασία
κατασταλτικός, -ή, -όν, συγκριτικός : κατασταλτικώτερος
- (ελληνιστική κοινή)
- κατάλληλος για περιορισμό
- κατασταλτικός (όπως για φάρμακα)
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καταστέλλω
Πηγές επεξεργασία
- κατασταλτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.