Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοσοκατασταλτικός η ανοσοκατασταλτική το ανοσοκατασταλτικό
      γενική του ανοσοκατασταλτικού της ανοσοκατασταλτικής του ανοσοκατασταλτικού
    αιτιατική τον ανοσοκατασταλτικό την ανοσοκατασταλτική το ανοσοκατασταλτικό
     κλητική ανοσοκατασταλτικέ ανοσοκατασταλτική ανοσοκατασταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοσοκατασταλτικοί οι ανοσοκατασταλτικές τα ανοσοκατασταλτικά
      γενική των ανοσοκατασταλτικών των ανοσοκατασταλτικών των ανοσοκατασταλτικών
    αιτιατική τους ανοσοκατασταλτικούς τις ανοσοκατασταλτικές τα ανοσοκατασταλτικά
     κλητική ανοσοκατασταλτικοί ανοσοκατασταλτικές ανοσοκατασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοσοκατασταλτικός < ανοσοκαταστολή + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunosuppressive)

  Επίθετο επεξεργασία

ανοσοκατασταλτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία