ανοσοκαταστολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοσοκαταστολή < ανοσο- + καταστολή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunosuppression)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανοσοκαταστολή θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) η αδρανοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος
- (ιατρική, νεολογισμός) η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος με ιατρικά μέσα
Συγγενικά
επεξεργασία- ανοσοκατασταλτικός
- → δείτε τις λέξεις άνοσος, νόσος, καταστολή και στέλλω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανοσοκαταστολή
Πηγές
επεξεργασίαανοσοκαταστολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)