immunosuppressif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immunosuppressif | immunosuppressifs |
θηλυκό | immunosuppressive | immunosuppressives |
Επίθετο
επεξεργασίαimmunosuppressif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immunosuppressif | immunosuppressifs |
θηλυκό | immunosuppressive | immunosuppressives |
immunosuppressif (fr)