pilote
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pilote | pilotes |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pilote (fr) αρσενικό
- (επάγγελμα, αεροπορικός όρος) ο πιλότος, ο κυβερνήτης
- ο πλοηγός,
- (επάγγελμα) ο χειριστής
- ο κυβερνήτης
ενικός | πληθυντικός |
pilote | pilotes |
pilote (fr) αρσενικό