opérateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
opérateur | opérateurs |
opérateur (fr) αρσενικό
- ο χειριστής
- (μαθηματικά) ο τελεστής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη opérer
ενικός | πληθυντικός |
opérateur | opérateurs |
opérateur (fr) αρσενικό