Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

opérateur < λατινική operator - operatrix

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
opérateur opérateurs

opérateur (fr) αρσενικό

  1. ο χειριστής
  2. (μαθηματικά) ο τελεστής

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη opérer