-λογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -λογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -λογος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -λο‐γος
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -λογος | η | -λογη | το | -λογο |
γενική | του | -λογου | της | -λογης | του | -λογου |
αιτιατική | τον | -λογο | τη(ν) | -λογη | το | -λογο |
κλητική | -λογε | -λογη | -λογο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -λογοι | οι | -λογες | τα | -λογα |
γενική | των | -λογων | των | -λογων | των | -λογων |
αιτιατική | τους | -λογους | τις | -λογες | τα | -λογα |
κλητική | -λογοι | -λογες | -λογα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
-λογος, -η, -ο
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -λογος | οι | -λογοι |
γενική | του | -λόγου | των | -λόγων |
αιτιατική | τον | -λογο | τους | -λόγους |
κλητική | -λογε | -λογοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
-λογος αρσενικό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε μορφές ή τμήματα του λόγου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-λογος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -λογος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)