συμπράττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπράττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπράττω (αττικός τύπος του συμπράσσω). Συγχρονικά αναλύεται σε (συν-) συμ- + πράττω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /simˈbɾa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπράτ‐τω
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πράτ‐τω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπράττω, πρτ.: συνέπραττα, αόρ.: συνέπραξα, μτχ.π.π.: συμπεπραγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- συνεργάζομαι με κάποιον, συμμετέχω σε μια δραστηριότητα
- συμπράττω σε καλλιτεχνική εκδήλωση
- συμπράττουν πολλές εταιρείες για την κατασκευή ενός έργου
- συνέπραξε σε ένα έγκλημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπράττω | συνέπραττα | θα συμπράττω | να συμπράττω | συμπράττοντας | |
β' ενικ. | συμπράττεις | συνέπραττες | θα συμπράττεις | να συμπράττεις | (σύμπραττε) | |
γ' ενικ. | συμπράττει | συνέπραττε | θα συμπράττει | να συμπράττει | ||
α' πληθ. | συμπράττουμε | συμπράτταμε | θα συμπράττουμε | να συμπράττουμε | ||
β' πληθ. | συμπράττετε | συμπράττατε | θα συμπράττετε | να συμπράττετε | συμπράττετε | |
γ' πληθ. | συμπράττουν(ε) | συνέπρατταν συμπράτταν(ε) |
θα συμπράττουν(ε) | να συμπράττουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέπραξα | θα συμπράξω | να συμπράξω | συμπράξει | ||
β' ενικ. | συνέπραξες | θα συμπράξεις | να συμπράξεις | σύμπραξε | ||
γ' ενικ. | συνέπραξε | θα συμπράξει | να συμπράξει | |||
α' πληθ. | συμπράξαμε | θα συμπράξουμε | να συμπράξουμε | |||
β' πληθ. | συμπράξατε | θα συμπράξετε | να συμπράξετε | συμπράξτε | ||
γ' πληθ. | συνέπραξαν συμπράξαν(ε) |
θα συμπράξουν(ε) | να συμπράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπράξει | είχα συμπράξει | θα έχω συμπράξει | να έχω συμπράξει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπράξει | είχες συμπράξει | θα έχεις συμπράξει | να έχεις συμπράξει | έχε συμπεπραγμένο | |
γ' ενικ. | έχει συμπράξει | είχε συμπράξει | θα έχει συμπράξει | να έχει συμπράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπράξει | είχαμε συμπράξει | θα έχουμε συμπράξει | να έχουμε συμπράξει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπράξει | είχατε συμπράξει | θα έχετε συμπράξει | να έχετε συμπράξει | έχετε συμπεπραγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συμπράξει | είχαν συμπράξει | θα έχουν συμπράξει | να έχουν συμπράξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συμπεπραγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συμπεπραγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συμπεπραγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συμπεπραγμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπράττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυμπράττω