πολυπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.liˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυπρόσωπος, -η, -ο
- που αποτελείται από πολλά πρόσωπα
- ⮡ πολυπρόσωπη αντιπροσωπεία
- που εμφανίζεται με διάφορες όψεις
- ⮡ πολυπρόσωπη ασθένεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυπρόσωπος
|