Ετυμολογία

επεξεργασία
join forces < → δείτε τις λέξεις join και forces

  Έκφραση

επεξεργασία

join forces (en)

  • (ιδιωματισμός) συνεργάζομαι, ενώνομαι για να πετύχω έναν κοινό στόχο
    ⮡  We must join forces to get him out of the market.
    Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
    ⮡  We must join forces to avoid a new war.
    Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate

Άλλες μορφές

επεξεργασία