couple
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
couple | couples |
couple (en)
- (μόνο ενικός) δύο άτομα ή πράγματα ακριβώς
- ⮡ I just put up a review of a couple movies on my blog.
- Μόλις ανάρτησα μια κριτική δύο ταινιών στο μπλογκ μου.
- ⮡ I just put up a review of a couple movies on my blog.
- (μόνο ενικός) λίγοι, ένας δυο, τουλάχιστον δύο αλλά μπορεί και να είναι 3,4 ή παραπάνω ανάλογα με το πραγματικό ή νοητικό μέγεθος των αντικειμένων και το συνολικό αριθμό τους
- ⮡ Give me a couple of minutes.
- Δώσε μου δυο (ή λίγα) λεπτά.
- ⮡ It's a couple of houses down from the bar on the corner.
- Βρίσκεται λίγα σπίτια πιο πέρα από το μπαρ στη γωνία.
- ⮡ a couple friends - ένας δύο φίλοι
- ⮡ They must spend a couple months/a couple of days.
- Πρέπει να περάσουν ένας δυο μήνες/μια δυο μέρες.
- ⮡ Give me a couple of minutes.
- το ζευγάρι, δύο άτομα που φαίνονται μαζί, ειδικά αν είναι παντρεμένοι ή σε ρομαντική ή σεξουαλική σχέση
- ⮡ married couples - παντρεμένα ζευγάρια
- ⮡ Ten couples got up to dance.
- Δέκα ζευγάρια σηκώθηκαν να χορέψουν.
- ⮡ They are a happy couple.
- Είναι ευτυχισμένο ζευγάρι.
- ⮡ My friend and her roommate act just like the Odd Couple.
- Η φίλη μου κι ο συγκάτοικός της συμπεριφέρονται ακριβώς όπως το Παράξενο Ζευγάρι.
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | couple |
γ΄ ενικό ενεστώτα | couples |
αόριστος | coupled |
παθητική μετοχή | coupled |
ενεργητική μετοχή | coupling |
couple (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) συνδέω δύο μέρη από κάτι, για παράδειγμα δύο οχήματα ή κομμάτια εξοπλισμού
- (αμετάβατο, επίσημο) ζευγαρώνω, για ζώα
Παράγωγα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- couple (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- couple (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. ζευγάρι. ISBN 9780194325684., λήμμα: 352