ενικός         πληθυντικός  
paire paires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

paire (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη pair

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία