doublet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doublet | doublets |
Ετυμολογία
επεξεργασία- doublet < (κληρονομημένο) μέση αγγλική doublet < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική doublet [1] < double + -et
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdoublet (en)
- ζεύγος ίδιων ή παρόμοιων πραγμάτων· διπλότυπο
- (γλωσσολογία) ζεύγος: η μία από δύο διαφορετικές λέξεις μιας γλώσσας που εισήλθαν από άλλη γλώσσα σε διαφορετικές στιγμές. Έχουν την ίδια ετυμολογική ρίζα, αλλά είναι διπλότυπες, παρουσιάζουν διαφορετικές φωνολογικές μορφές έχοντας συχνά δημιουργηθεί από διαφορετικές διαδρομές
- όπως δάνεια από μία γλώσσα, αλλά σε διαφορετικές περιόδους
- όπως δάνεια από δύο γλώσσες που είναι όμως συγγενικές
- όπως δάνειο από μία γλώσσα και η ενδογενής συγγενής της λέξη
- όπως δύο λέξεις της γλώσσας που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους της
- ≈ συνώνυμα: etymological twin
- → δείτε και τον όρο triplet (για τρεις λέξεις), κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- doublet (linguistics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Appendix:English doublets στο αγγλικό wiktionary
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ doublet - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.