ΔΦΑ : /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈoʊp.nɪŋ/ (ΗΠΑ)
 
 

opening (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • αρχικός, εναρκτήριος
      The opening sentence was so interesting that it made me want to read the rest of the article.
    Η αρχική (θεματική) πρόταση ήταν τόσο ενδιαφέρουσα που με έκανε να θέλω να διαβάσω και το υπόλοιπο άρθρο.
      an opening speech - εναρκτήριος λόγος

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
opening openings

opening (en)

  1. το άνοιγμα, το διάκενο, η τρύπα σε κάτι
      an opening in the wall - ένα άνοιγμα στον τοίχο
      I am filling the openings between the stones with cement.
    Γεμίζω τα διάκενα στις πέτρες με τσιμέντο.
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις hole και space
  2. (συνήθως ενικός) η αρχή για κάτι
      the opening of a book - η αρχή ενός βιβλίου
  3. (συνήθως ενικός) η έναρξη, τα εγκαίνια, ο εγκαινιασμός, τελετή για να γιορτάσουμε την έναρξη μιας δημόσιας εκδήλωσης ή την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ένα νέο κτίριο, δρόμος κτλ.
      We watched the opening ceremony of the Olympic Games with my friends.
    Παρακολουθήσαμε την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων με τους φίλους μου.
      the opening of a hospital - τα εγκαίνια ενός νοσοκομείου
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έναρξη, το άνοιγμα, η πράξη του να αρχίζω ή να ανοίγω κάτι
      the opening of Parliament - η έναρξη των εργασιών της Βουλής
      After opening, it should be consumed within the same day.
    Μετά το άνοιγμα να καταναλώνεται εντός της ίδιας μέρας.
  5. η κενή θέση σε επιχείρηση, το κενό
      If there is an opening at our company, I will let you know.
    Εάν υπάρξει καμιά θέση στην εταιρεία μας, θα σε ειδοποιήσω.
      There are a lot of openings in education.
    Υπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση.
  6. η καλή ευκαιρία για κάποιον
      Take the first opening that presents itself.
    Πάρε την πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαστεί.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη opportunity
  7. ο διαθέσιμος χρόνος σε ένα πρόγραμμα
  8. (μαθηματικά) άνοιγμα, διαδικασία opening: erosion (διάβρωση) που ακολουθείται από dilation (διαστολή)
    ΚΛΑΔΟΣ: μαθηματική μορφολογία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία