opening
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ (βρετανικό)
Επίθετο επεξεργασία
opening (en) (χωρίς παραθετικά)
- ο αρχικός, ο πρώτος
- ↪ The opening sentence was so interesting that it made me want to read the rest of the article.
- Η αρχική (θεματική) πρόταση ήταν τόσο ενδιαφέρουσα που με έκανε να θέλω να διαβάσω και το υπόλοιπο άρθρο.
- ↪ The opening sentence was so interesting that it made me want to read the rest of the article.
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
opening | openings |
opening (en)
- τα εγκαίνια, ο εγκαινιασμός
- η έναρξη
- ↪ We watched the opening ceremony of the Olympic Games with my friends.
- Παρακολουθήσαμε την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων με τους φίλους μου.
- ↪ We watched the opening ceremony of the Olympic Games with my friends.
- κάτι που είναι ανοιχτό, η τρύπα σε κάτι
- το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
- η κενή θέση
- ο διαθέσιμος χρόνος σε ένα πρόγραμμα
- ≈ συνώνυμα: availability, slot
- μια ελεύθερη θέση εργασίας, το κενό
- ο διαθέσιμος χρόνος σε ένα πρόγραμμα
- η ευκαιρία
- (μαθηματικά) άνοιγμα, διαδικασία opening: erosion (διάβρωση) που ακολουθείται από dilation (διαστολή)
- ΚΛΑΔΟΣ: μαθηματική μορφολογία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
opening (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του open
Πηγές επεξεργασία
- opening - Cambridge Dictionary online