Δείτε επίσης: System, systém

  Ετυμολογία

επεξεργασία
system < μέση γαλλική sisteme < λατινική systema < αρχαία ελληνική σύστημα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɪstəm/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: sys‐tem

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
system systems

system (en)

  • το σύστημα
    ⮡  I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

πληροφορική:



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

system (da)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

system (no)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɨstɛ̃m/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

system (pl) αρσενικό

  1. το σύστημα

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

system (sv)