Δείτε επίσης: System, systém

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
system systems

system (en)

  1. το σύστημα, ένα οργανωμένο σύνολο ιδεών ή θεωριών ή ένας συγκεκριμένος τρόπος να κάνουμε κάτι
      a social/economic/political system - κοινωνικό/οικονομικό/πολιτικό σύστημα
      the judicial/education system - δικαστικό/εκπαιδευτικό σύστημα
      a capitalist/socialist system - καπιταλιστικό/σοσιαλιστικό σύστημα
      the monetary system - το νομισματικό σύστημα
      The national health system must be reorganized.
    Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.
      He works a lot but without a system, with the result being him not producing.
    Εργάζεται πολύ αλλά χωρίς σύστημα, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει.
  2. το σύστημα, ομάδα πραγμάτων, κομμάτια εξοπλισμού κτλ. που συνδέονται ή συνεργάζονται
      I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
      We have a new waste recycling system.
    Έχουμε ένα νέο σύστημα ανακύκλωσης των απορριμμάτων.
  3. (μόνο ενικός ως the system, ανεπίσημο, συνήθως κακόσημο) το σύστημα, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όταν παρουσιάζεται ως εμπόδιο στην ελευθερία και στην ανεξαρτησία του ατόμου
      The young man doesn’t accept being placed into the system.
    Ο νέος δε δέχεται να ενταχθεί στο σύστημα.
      The system operates without the participation of the citizen.
    Το σύστημα λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή του πολίτη.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία