system
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- system < μέση γαλλική sisteme < λατινική systema < αρχαία ελληνική σύστημα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsɪstəm/
- system
- συλλαβισμός : sys‐tem
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
system | systems |
system (en)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
πληροφορική:
|
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- system στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
system (pl) αρσενικό
- το σύστημα