system
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- system < μέση γαλλική sisteme < λατινική systema < αρχαία ελληνική σύστημα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsɪstəm/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : sys‐tem
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
system | systems |
system (en)
- το σύστημα, ένα οργανωμένο σύνολο ιδεών ή θεωριών ή ένας συγκεκριμένος τρόπος να κάνουμε κάτι
- ⮡ a social/economic/political system - κοινωνικό/οικονομικό/πολιτικό σύστημα
- ⮡ the judicial/education system - δικαστικό/εκπαιδευτικό σύστημα
- ⮡ a capitalist/socialist system - καπιταλιστικό/σοσιαλιστικό σύστημα
- ⮡ the monetary system - το νομισματικό σύστημα
- ⮡ The national health system must be reorganized.
- Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.
- ⮡ He works a lot but without a system, with the result being him not producing.
- Εργάζεται πολύ αλλά χωρίς σύστημα, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει.
- το σύστημα, ομάδα πραγμάτων, κομμάτια εξοπλισμού κτλ. που συνδέονται ή συνεργάζονται
- ⮡ I installed a ventilation system.
- Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
- ⮡ We have a new waste recycling system.
- Έχουμε ένα νέο σύστημα ανακύκλωσης των απορριμμάτων.
- ⮡ I installed a ventilation system.
- (μόνο ενικός ως the system, ανεπίσημο, συνήθως κακόσημο) το σύστημα, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όταν παρουσιάζεται ως εμπόδιο στην ελευθερία και στην ανεξαρτησία του ατόμου
- ⮡ The young man doesn’t accept being placed into the system.
- Ο νέος δε δέχεται να ενταχθεί στο σύστημα.
- ⮡ The system operates without the participation of the citizen.
- Το σύστημα λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή του πολίτη.
- ⮡ The young man doesn’t accept being placed into the system.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική: