Δείτε επίσης: έκλυση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκκληση οι εκκλήσεις
      γενική της έκκλησης* των εκκλήσεων
    αιτιατική την έκκληση τις εκκλήσεις
     κλητική έκκληση εκκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκκληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκκλη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ < ἐκ- (έκ-) + καλέω / καλῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.kli.si/
ομόηχο: έκλυση
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκ‐κλη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκκληση θηλυκό

  1. η επίκληση, η παράκληση
  2. (νομικός όρος) η έφεση δίκης

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κλήση & σύνθετα

  Μεταφράσεις επεξεργασία