auxiliary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔːkˈsɪljəɹi/ < (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɔɡˈzɪljəɹi/ < (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : au‐xil‐ia‐ry
Επίθετο
επεξεργασίαauxiliary (en)
- βοηθητικός
- (γραμματική) βοηθητικό ρήμα
- → δείτε τον όρο auxiliary verb