having
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
having | havings |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
having (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του have
ενικός | πληθυντικός |
having | havings |
having (en)